- μάγια
- Κοινή ονομασία της ζύμης. Βλ. λ. ζυμομύκητες ή ζύμες.
* * *(I)η·θρησκειολ. σανσκριτική λέξη που σημαίνει μαγεία ή ψευδαίσθηση και αποτελεί θεμελιώδη έννοια τής ινδουιστικής φιλοσοφίας.————————(II)ηζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών τής οικογένειας majidae, τού οποίου ένα είδος είναι η καβουρομάνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. maja < νεολατ. maja < λατ. maia < μαία].————————(III)τα (Μ μάγια)μαγείες, μαγγανείες, κάθε μέσο που χρησιμοποιείται για μαγικό σκοπό («δεν πιστεύει στα μάγια»)νεοελλ.1. καθετί που θέλγει, που γοητεύει, θαυμαστό, πολύ ωραίο («νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια», Σολωμ.)2. σχέδια, προθέσεις («και τού μπασά εκόψανε τ' ακάθαρτά του μάγια», Τζάνες).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαγεία με αλλαγή γένους (πρβλ. εμπόριο: εμπορία, καλοκαίρι: καλοκαιρία)].
Dictionary of Greek. 2013.